ὠδίς

ὠδίς
ὠδῑς (-ῖνος, -ῖνα, -ίνεσσι, -ῖσιν.)
a labour, childbirth ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ ὠδῖνός τ ἐρατᾶς Ἴαμος ἐς φάος (ὑπ' ὠδίνεσσ ἐραταῖς coni. Wil.) O. 6.43

τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.85

ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς ὠδῖνα φεύγων διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν N. 1.36

ἀλλ' ἁ Κοιογενὴς ὁπότ ὠδίνεσσι θυίοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβα νιν fr. 33d. 3.

ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος Pae. 12.14

b pregnancy

κρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις O. 6.31


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ωδίς — η / ὠδίς, ῑνος, ΝΜΑ, και ὠδίν, ῑνος, Α (συν στον πληθ.) οι ωδίνες και αἱ ὠδῑνες οι πόνοι τού τοκετού μσν. επινόηση, εφεύρεση αρχ. 1. τέκνο που γεννιέται με πόνους («παῑδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῑνα», Αισχύλ.) 2. σφοδρός πόνος, οδύνη 3. επίπονο έργο τού …   Dictionary of Greek

  • ὠδίς — ὠδί̱ς , ὠδίς pangs fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠδῖνα — ὠδίς pangs fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠδῖνας — ὠδίς pangs fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠδῖνες — ὠδίς pangs fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠδῖνι — ὠδίς pangs fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠδῖνος — ὠδίς pangs fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠδῖσι — ὠδίς pangs fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠδῖσιν — ὠδίς pangs fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠδῖν' — ὠδῖνα , ὠδίς pangs fem acc sg ὠδῖνι , ὠδίς pangs fem dat sg ὠδῖνε , ὠδίς pangs fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • язва — диал. также повреждение, поломка, изъян , арханг. (Подв.), язвить, язвина язва, рубец, пещера , язво, язвецо острие, жало , укр. язва рана, язва , язвина язва, овраг, пропасть , язвити ранить , блр. язва язва, скверный человек , русск. цслав.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”